παλίσσυτος

παλίσσυτος
παλίσσυτος, -ον (Α)
αυτός που ορμά προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -συτος (< *συτός < σεύομαι «ορμώ, καταδιώκω»), πρβλ. αυτό-σσυτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παλίσσυτος — rushing back masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλίσσυτον — παλίσσυτος rushing back masc/fem acc sg παλίσσυτος rushing back neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλισσύτοισι — παλίσσυτος rushing back masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλισσύτῳ — παλίσσυτος rushing back masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλίσσυτα — παλίσσυτος rushing back neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλίσσυτοι — παλίσσυτος rushing back masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάλι — (ΑΜ πάλι και πάλιν) επίρρ. 1. (χρονικό) εκ νέου, ξανά, άλλη μια φορά (α. «πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θά ναι» β. «καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν», ΚΔ) 2. (τοπικό) πίσω (α. «θα σού δώσω πάλι όσα δανείστηκα» β. «πάλιν χώρει μηδ… …   Dictionary of Greek

  • παλισσυτώ — παλισσυτῶ, έω (Α) [παλίσσυτος] (για κύματα) φέρομαι ορμητικά προς τα πίσω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”